-
1 pompa
αντλία, τρόμπα -
2 čerpadlo
αντλία -
3 pumpa
αντλία -
4 pompka
αντλία -
5 насос
-а α.αντλία, τρόμπα•воздушный αεραντλία•
всасывающий насос αναρροφητική ή απορροφητική αντλία•
поршневой насос εμβολιοφόρα αντλία•
пожарный насос πυροσβεστική αντλία•
водяной насос υδραντλία•
крыльчатый насос πτερυγοφόρα αντλία•
нагнетательный насос καταθλιπτική αντλία•
мембранный насос αντλία μεμβράνης•
цен-тробжный насос αντλία φυγοκεντρική ή κεντρόφυγα•
паровой насос ατμοκίνητη αντλία•
качать -ом αντλώ, τρομπάρω.
-
6 альвейер
η ενισχυτική ή παλινδρομική αντλίαη χειροκίνητη αντλίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > альвейер
-
7 вакуум-помпа
η αντλία κενού, η αναρροφητική αντλία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуум-помпа
-
8 желонка
1. (для буровой грязи) η αντλία λάστης (γεώτρησης)το κυλινδρικό δοχείο λάσπης (γεώτρησης)2. (для подъёма песка) η αντλία- αέροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > желонка
-
9 мотопомпа
η μηχανοκίνητη αντλία, η αντλία με κινητήραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мотопомпа
-
10 насос
-
11 насос
насосм ἡ ἀντλία, ἡ τρόμπα, ἡ του-λούμπα/ ἡ ὑδραντλία (водяной)/ ἡ ἀεραντλία (воздушный):пожарный \насос ἡ πυροσβεστική ἀντλία· качагь \насосом ἀντλῶ, τρομπάρω. -
12 откачать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. откачанный, βρ: -чан, -а, -о.1. αντλώ, βγάζω με την αντλία•откачать воду βγάζω νερό με την αντλία.
2. βγάζω το νερό από τον πνιγμένο (με κινήσεις, τεχνητή αναπνοή). -
13 бетононасос
η αντλία μεταφοράς σκυροκονιάματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бетононасос
-
14 вакуум-насос
η αντλία κενού* вытес-нительный - θετικής μετατόπισηςмасляный - λαδιού/ελαίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуум-насос
-
15 гидроаппарат
ο εκτοξευτήρας (πρόωσης) του ύδατος/νερού, η αντλία εκτόξευσης του ύδατος/νερού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидроаппарат
-
16 гидронасос
η υδραυλική αντλία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидронасос
-
17 землесос
το μηχάνημα/η αντλία αναρρόφησης εδάφους, η βυθοκόρος διά της αναρρόφησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > землесос
-
18 камера
1. (помещение) о θάλαμος, το διαμέρισμαбродильная - ζύμωσης (του κρασιού, του ζύθου)водоприёмная гидр. - εισα-γωγής/αναρρόφησης νερούнасосная горн. - της αντλίαςотстойная - см. осадочная -сопловая (тепл.) - ακροφυσίωνтопочная (тепл.) - εστίας/καύσηςфорсажная ав. - υπερσυμπίεσης2. (авто) (внутренняя оболочка шины) о αεροθάλαμος του επισώ-τρου, разг. η σαμπρέλλα (ξεν.) 3. (внутренняя часть фотоаппарата) το εσωτερικό τμήμα (της φωτογραφικής μηχανής) 4. (шлюзовая) мор. η δεξαμενή (για την κάθετη μετακίνηση του πλοίου) σε ανισόπεδη διώρυγα, η δεξαμενή ρύθμισης στάθμης·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > камера
-
19 корректор
1. (устройство) το όργανο διόρθωσης 2. (издательский работник) о διορθωτής, о επιμελητής κειμένου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корректор
-
20 лейка
1. (для откачки воды из шлюпки) η αντλία νερού της λέμβου 2. (для поливки) το ποτιστήρι (λουλουδιών) 3. (воронка) το χωνί.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лейка
См. также в других словарях:
ἀντλία — ἀντλίᾱ , ἀντλία hold of a ship fem nom/voc/acc dual ἀντλίᾱ , ἀντλία hold of a ship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀντλίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντλίᾳ — ἀντλίαι , ἀντλία hold of a ship fem nom/voc pl ἀντλίᾱͅ , ἀντλία hold of a ship fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
ιοντική αντλία — Αντλία κενού, στην οποία το αέριο που πρόκειται να απομακρυνθεί ιονίζεται από μία δέσμη ηλεκτρονίων και τα σχηματιζόμενα θετικά ιόντα έλκονται από μία κάθοδο. Με τις αντλίες αυτές μπορεί να δημιουργηθεί κενό που φτάνει τα 10 4N/cm2 και το αέριο… … Dictionary of Greek
ιοντοαπορροφητική αντλία — Αντλία κενού, όπου τα αδρανή, από χημική άποψη, αέρια απομακρύνονται με τη μορφή ιόντων εξαιτίας ισχυρού ιονισμού τους που προκαλείται από ένα ηλεκτρικό πεδίο και τα δραστικά αέρια απομακρύνονται με παγίδες αερίων (γκέτερς). H ι.α. μπορεί να… … Dictionary of Greek
αντλία — η συσκευή με την οποία παίρνουμε (αντλούμε) από κάποιο χώρο υγρό ή αέρα: Οι αντλίες ξεχωρίζουν σε «υδραντλίες» και «αεραντλίες» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδοαορτική αντλία ή μπαλόνι — Συσκευή που εισάγεται στην αορτή, για να παρέχει προσωρινή βοήθεια σε μια ανεπαρκώς λειτουργούσα καρδιά. Η συσκευή λειτουργεί φουσκώνοντας ανάμεσα στις συσπάσεις του καρδιακού μυός, για να βοηθήσει την κυκλοφορία του αίματος. Χειρουργική επέμβαση … Dictionary of Greek
αεραντλία — Αντλία που χρησιμεύει για τη μεταφορά ενός αερίου από έναν χώρο σε άλλο ή για την αύξηση της ταχύτητάς του. Οι διάφοροι τύποι α. διαιρούνται σε τρεις βασικές κατηγορίες: α) αντλίες κενού, που αδειάζουν τα αέρια από έναν χώρο, β) αεροσυμπιεστές,… … Dictionary of Greek
ἀντλίας — ἀντλίᾱς , ἀντλία hold of a ship fem acc pl ἀντλίᾱς , ἀντλία hold of a ship fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντλίαι — ἀντλία hold of a ship fem nom/voc pl ἀντλίᾱͅ , ἀντλία hold of a ship fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντλίαν — ἀντλίᾱν , ἀντλία hold of a ship fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)